τυχόντα

τυχόντα
τυγχάνω
happen to be at
aor part act neut nom/voc/acc pl
τυγχάνω
happen to be at
aor part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυχόνθ' — τυχόντα , τυγχάνω happen to be at aor part act neut nom/voc/acc pl τυχόντα , τυγχάνω happen to be at aor part act masc acc sg τυχόντι , τυγχάνω happen to be at aor part act masc/neut dat sg τυχόντε , τυγχάνω happen to be at aor part act masc/neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχόντ' — τυχόντα , τυγχάνω happen to be at aor part act neut nom/voc/acc pl τυχόντα , τυγχάνω happen to be at aor part act masc acc sg τυχόντι , τυγχάνω happen to be at aor part act masc/neut dat sg τυχόντε , τυγχάνω happen to be at aor part act masc/neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нечаѥмыи — (15) пр. 1.Безнадежный, такой, на которого нельзя надеяться: и побѣды раченье нечаѥмо. (ἀπεγνωμένης) ГБ XIV, 139в; в роли с. Безнадежный больной: и врачь охытрыи. да похваленъ бѹдеть. ѥгда болѧща˫а и нечаѥмы˫а ицѣлить. (νόσους... ἀπηλπισμένας)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PATER Imperatoris — Graece Πατὴρ Βασιλέως velunâ voce Βασιλεοπάτωρ, dictus est, temporibus Constantini Principis, quô Patriciatûs culmen ris solum, quos dignos censuissent Imperatorcs, concedi coepit, Patricius, ut Luithprandus exponit: qui Pater Principis redditur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPARTACUS — I. SPARTACUS Leuconis filius, Satyri nepos, Spartaci pronepos, suscepit oregnum Ponti, A. M. 3614. post patris mortem; Olympiadis centesimae sextae annô tertiô, tenuitque annos 5. Diodor. Sic. l. 16. Obiit Olymp. 107. ann. 4. succedente fratre… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… …   Dictionary of Greek

  • κάταξις — κάταξις, εως, ιων. τ. κάτηξις, ιος, ἡ (Α) 1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῑν», Αριστοτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ… …   Dictionary of Greek

  • ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… …   Dictionary of Greek

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

  • υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”